αλυσιδιάζω

αλυσιδιάζω
[αλυσίδι]
1. δένω με αλυσίδες
2. (για νήμα) σχηματίζω κύκλους για να τό τοποθετήσω στον αργαλειό
3. περνώ τα νήματα στο μιτόχτενο
4. συνδέω με σχοινί τα βόδια για να αλωνίσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλυσίδι — το (AM ἁλυσίδιον και είδιον) μικρή αλυσίδα, αλυσιδάκι ή απλώς αλυσίδα νεοελλ. 1. αλυσοειδές κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο 2. λυσίδι, μικρή ποσότητα νήματος, μέρος τής «κούκλας», τσικλί, ματσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλυσίδιν < μτγν. ἁλυσίδιον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”